καλοζύγιαστος

καλοζύγιαστος
και καλοζύγιστος, -η, -ο [καλοζυγιάζω]
1. (για πράγματα) αυτός που έχει ζυγιστεί με ακρίβεια, καλοζυγισμένος
2. μτφ. (για λόγους, σκέψεις, πράξεις) στοχαστικός, συνετός, καλοζυγισμένος, σταθμισμένος στον νου με σύνεση και προσοχή («καλοζύγιαστα λόγια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”